- ποτηρίοις
- ποτήριονdrinking-cupneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BATIACA — Graece Βατιάκη, item Βατιάκιον, inter pocula memoratur Diphilo et Philem oni apud Athen. l. 11. Ex aere Persico vel Indico fuit, de quo sic in Mirabilibus Philosophus: Φασὶ δὲ καὶ εν Ι᾿νδοῖς τὸν χαλκὸν οὕτως εἶναι λαμτρὸν καὶ καθαρὸν καὶ ἀνίωτον … Hofmann J. Lexicon universale
σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… … Dictionary of Greek